ωρύομαι

ωρύομαι
ὠρύομαι, ΝΑ
1. (για άγριο ζώο, ιδίως για λύκο ή σκύλο) βγάζω άγρια φωνή, ουρλιάζω
2. μτφ. (για πρόσ.) κραυγάζω σαν άγριο θηρίο (α. «από το πρωί ωρύεται έξαλλος σε όλους» β. «ὥσπερ ἀπόπληκτοι... ὠρύονται», Πλάτ.)
αρχ.
1. (για λιοντάρι) βρυχώμαι
2. (για την θάλασσα) παφλάζω άγρια
3. (μτβ.) θρηνώ κάποιον με κραυγές, με ουρλιαχτά («κεῑνον μὲν περὶ παῑδα φίλοι κύνες ὠρύσαντο», Βίων).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. -ρύ-ομαι ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα ηχομιμητικής ΙΕ ρίζας *(ә)reu- «ουρλιάζω» (πρβλ. -ρεύ-γ-ομαι [II], -ρυ-μαγδός) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. rauti και ruvati, αρχ. σλαβ. roνο, ruti και με τα λατ. ουσ. rumor «φήμη» και ravis «βράχνιασμα». Οι συγγενικοί τ. -ρεύ-γ-ομαι* «μουγγρίζω, βρυχώμαι» και -ρυ-μαγδός* «ισχυρός θόρυβος» εμφανίζουν εκφραστική ουρανική παρέκταση -γ- (πρβλ. ὠρυ-γ-ή, ὠρυ-γ-μός) και προθεματικά φωνήεντα ε- και ο-, αντίστοιχα, που οφείλονται στην ύπαρξη λαρυγγικού φθόγγου στη ρίζα. Στο ρ. -ρύ-ομαι προβλήματα παρουσιάζει ο αρκτικός μακρός φωνηεντισμός ω-, τον οποίο άλλοι ερμηνεύουν ως εκφραστική έκταση τού βραχέος φωνήεντος, ενώ, κατ' άλλους, οφείλεται σε επίδραση τού λαρυγγικού φθόγγου στο προθεματικό φωνήεν ο- (*ә1r> ἐρ- και *ο-ә1r- > ὠρ-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ωρύομαι — βλ. πίν. 6 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ὠρύομαι — ὠρύ̱ομαι , ὠρύομαι howl pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωρύομαι — 1. σχετικά με ζώα, βγάζω άγρια κραυγή, γαβγίζω, ουρλιάζω, σκούζω. 2. σχετικά με ανθρώπους, κραυγάζω σαν άγριο θηρίο, θρηνώ: Ωρύεται από το κακό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορύομαι — ὀρύομαι (Α) (πιθ. εσφ. ανάγν. αντί ὠρύομαι) ουρλιάζω, ωρύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ωρύομαι] …   Dictionary of Greek

  • рык — род. п. а, рыкать, укр. рикати, аю, блр. рыкаць, др. русск., ст. слав. рыкати βρύχειν (Супр.), болг. рикам реву , сербохорв. рикати, ри̑че̑м, словен. rikati, ričem, ričati, чеш. rуk рев , rуčеti реветь , слвц. ryk, rуčаt᾽, польск. ryk, rусzеc, в …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ερεύγομαι — (I) και ρεύομαι (Α ἐρεύγομαι) αποβάλλω, βγάζω από το στόμα αέρια τού στομαχιού ή και μέρος από τις άπεπτες τροφές, ρεύομαι αρχ. 1. (για τη θάλασσα) ξεσπώ σε αφρούς, σε κύματα πάνω στην ξηρά, χτυπώ στα βράχια και αφρίζω 2. (για ηφαίστεια και… …   Dictionary of Greek

  • ορυμαγδός — ο (Α ὀρυμαγδός) (ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ ὀρυμαγδὸς ἐπ αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)… …   Dictionary of Greek

  • ρυάζομαι — Ν ωρύομαι, ουρλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὠρύομαι, με σίγηση τού αρκτικού άτονου ω και κατάλ. άζομαι] …   Dictionary of Greek

  • ωρυώμαι — άομαι, Α ωρύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ὠρύομαι, κατά τα συνηρημένα σε ῶμαι] …   Dictionary of Greek

  • κατωρυομένων — κατωρῡομένων , κατά ὠρύομαι howl pres part mp fem gen pl κατωρῡομένων , κατά ὠρύομαι howl pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”